εγκαυστος

εγκαυστος
    ἔγκαυστος
    ἔγ-καυστος
    2
    изображенный энкаустическим способом Mart.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "εγκαυστος" в других словарях:

  • έγκαυστος — ἔγκαυστος, ον (AM ἔγκαυστος, Μ και ἔγκαστος) μσν. ως ουσ. πυρακτωμένος δαυλός αρχ. 1. αυτός που έχει ζωγραφιστεί με έγκαυση 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔγκαυστον α) εικόνα φτιαγμένη με έγκαυση β) κόκκινο μελάνι με το οποίο οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες… …   Dictionary of Greek

  • ἔγκαυστος — burnt in masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαύστοις — ἔγκαυστος burnt in masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαύστου — ἔγκαυστος burnt in masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Johannes Brenz — Tuschezeichnung von Johannes Brenz Johannes Brenz (* 24. Juni 1499 in Weil der Stadt; † 11. September 1570 in Stuttgart) war ein deutscher Reformator und protestantischer Theologe. Er benutzte zeitweise auch die Pseudonyme Huldreich En …   Deutsch Wikipedia

  • κηρογραφία — Ζωγραφική τεχνική που εφαρμοζόταν κυρίως κατά την αρχαιότητα και οφείλει την ονομασία της στο χρησιμοποιούμενο υλικό (κερί). Ονομαζόταν ακόμα και εγκαυστική ή έγκαυστος. Βλ. λ. εγκαυστική. Νεκρική προσωπογραφία του 1ου προς το 2o αιώνα μ.Χ., το… …   Dictionary of Greek

  • χρυσέγκαυστος — ον, Α ζωγραφισμένος με χρυσό με τη μέθοδο τής έγκαυσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ἔγκαυστος «ζωγραφιστός με τη μέθοδο τής έγκαυσης»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»